Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μύουρος
μύ
μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
μυριάμφορος
μυρίανδρος
μυριάρχης
View word page
μυοπάρων
μυοπάρων μυοπάρων, ωνος, ὁ, a light vessel, chiefly used by pirates, Plut. deriv. uncertain

ShortDef

a light vessel

Debugging

Headword:
μυοπάρων
Headword (normalized):
μυοπάρων
Headword (normalized/stripped):
μυοπαρων
IDX:
21696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21717
Key:
muopa/rwn

Data

{'content': 'μυοπάρων\n μυοπάρων, ωνος, ὁ,\n a light vessel, chiefly used by pirates, Plut.\n deriv. uncertain', 'key': 'muopa/rwn'}