Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μύουρος
μύ
μῦ
μύραινα
μυρεψέω
μυρεψός
μυριάκις
View word page
μυοθηρέω
μυοθηρέω μυο-θηρέω, θηράω to catch mice, Strab.
ShortDef
to catch mice
Debugging
Headword:
μυοθηρέω
Headword (normalized):
μυοθηρέω
Headword (normalized/stripped):
μυοθηρεω
IDX:
21693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21714
Key:
muoqhre/w
Data
{'content': 'μυοθηρέω\n μυο-θηρέω,\n θηράω\n to catch mice, Strab.', 'key': 'muoqhre/w'}