Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
μυοπάρων
μύουρος
μύ
μῦ
μύραινα
View word page
μύνη
μύνη μύνη, ἡ, ἀμύνω an excuse, pretence, Od.

ShortDef

an excuse, pretence

Debugging

Headword:
μύνη
Headword (normalized):
μύνη
Headword (normalized/stripped):
μυνη
IDX:
21690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21711
Key:
mu/nh

Data

{'content': 'μύνη\n μύνη, ἡ,\n ἀμύνω\n an excuse, pretence, Od.', 'key': 'mu/nh'}