Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
μυοκτόνος
μυομαχία
View word page
μυλικός
μυλικός μῠλικός, ή, όν μύλη of or for a mill, λίθος NTest.
ShortDef
of or for a mill, (for molars) for a toothache
Debugging
Headword:
μυλικός
Headword (normalized):
μυλικός
Headword (normalized/stripped):
μυλικος
IDX:
21685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21706
Key:
muliko/s
Data
{'content': 'μυλικός\n μῠλικός, ή, όν\n μύλη\n of or for a mill, λίθος NTest.', 'key': 'muliko/s'}