Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
μυοθηρέω
View word page
μυλιάω
μυλιάω μῠλῐάω, μύλη to grind the teeth, Hes., in Epic part. μυλιόωντες.

ShortDef

to grind the teeth

Debugging

Headword:
μυλιάω
Headword (normalized):
μυλιάω
Headword (normalized/stripped):
μυλιαω
IDX:
21683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21704
Key:
mulia/w

Data

{'content': 'μυλιάω\n μῠλῐάω,\n μύλη\n to grind the teeth, Hes., in Epic part. μυλιόωντες.', 'key': 'mulia/w'}