Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
μυλών
μύνη
μύξα
μυξωτῆρες
View word page
μυλήφατος
μυλήφατος μῠλή-φᾰτος, ον πέφαμαι, perf. pass. of *φένω bruised in a mill, Od.
ShortDef
bruised in a mill
Debugging
Headword:
μυλήφατος
Headword (normalized):
μυλήφατος
Headword (normalized/stripped):
μυληφατος
IDX:
21682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21703
Key:
mulh/fatos
Data
{'content': 'μυλήφατος\n μῠλή-φᾰτος, ον\n πέφαμαι, perf. pass. of *φένω\n bruised in a mill, Od.', 'key': 'mulh/fatos'}