Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
μυλωθρός
View word page
μυλαῖος
μυλαῖος μῠλαῖος, ον μύλη of or working in a mill, Anth.

ShortDef

of Mylae
working in a mill

Debugging

Headword:
μυλαῖος
Headword (normalized):
μυλαῖος
Headword (normalized/stripped):
μυλαιος
IDX:
21678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21699
Key:
mulai=os

Data

{'content': 'μυλαῖος\n μῠλαῖος, ον\n μύλη\n of or working in a mill, Anth.', 'key': 'mulai=os'}