Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
μυλικός
μυλοειδής
μύλος
View word page
μυκτήρ
μυκτήρ μυκτήρ, ῆρος, ὁ, μύσσομαι the nose, snout, Ar.: in pl. the nostrils, Hdt., Ar. from the use of the nose to express ridicule, a sneerer, Anth.

ShortDef

the nose, snout

Debugging

Headword:
μυκτήρ
Headword (normalized):
μυκτήρ
Headword (normalized/stripped):
μυκτηρ
IDX:
21677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21698
Key:
mukth/r

Data

{'content': 'μυκτήρ\n μυκτήρ, ῆρος, ὁ,\n μύσσομαι\n the nose, snout, Ar.: in pl. the nostrils, Hdt., Ar.\n from the use of the nose to express ridicule, a sneerer, Anth.', 'key': 'mukth/r'}