Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
μυλήφατος
μυλιάω
μυλίας
View word page
μυκτηρίζω
μυκτηρίζω from μυκτήρ μυκτηρίζω, to turn up the nose or sneer at:—Pass. to be mocked, NTest.

ShortDef

to turn up the nose

Debugging

Headword:
μυκτηρίζω
Headword (normalized):
μυκτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
μυκτηριζω
IDX:
21674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21695
Key:
mukthri/zw

Data

{'content': 'μυκτηρίζω\n from μυκτήρ\n μυκτηρίζω,\n to turn up the nose or sneer at:—Pass. to be mocked, NTest.', 'key': 'mukthri/zw'}