Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
μυλαῖος
μύλαξ
μυλεργάτης
μύλη
View word page
μυκητής
μυκητής μῡκητής, οῦ, μυκάομαι a bellower, of oxen, Theocr.

ShortDef

a bellower

Debugging

Headword:
μυκητής
Headword (normalized):
μυκητής
Headword (normalized/stripped):
μυκητης
IDX:
21671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21692
Key:
mukhth/s

Data

{'content': 'μυκητής\n μῡκητής, οῦ,\n μυκάομαι\n a bellower, of oxen, Theocr.', 'key': 'mukhth/s'}