Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μυθόομαι
μυθοποιός
μῦθος
μυθώδης
μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
μυκτηρόκομπος
μυκτήρ
View word page
Μυκηναῖος
Μυκηναῖος Μυκηναῖος, α, ον Mycenaean, Hom., etc.: fem. Μυκηνίς, ίδος, Eur.
ShortDef
Mycenaean
Debugging
Headword:
Μυκηναῖος
Headword (normalized):
μυκηναῖος
Headword (normalized/stripped):
μυκηναιος
IDX:
21667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21688
Key:
*mukhnai=os
Data
{'content': 'Μυκηναῖος\n Μυκηναῖος, α, ον\n Mycenaean, Hom., etc.: fem. Μυκηνίς, ίδος, Eur.', 'key': '*mukhnai=os'}