Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυθολογικός
μυθολόγος
μυθόομαι
μυθοποιός
μῦθος
μυθώδης
μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
Μύκονος
μυκτηρίζω
μυκτηρόθεν
View word page
μυκηθμός
μυκηθμός μῡκηθμός, οῦ, ὁ, a lowing, bellowing, of oxen, Hom.

ShortDef

a lowing, bellowing

Debugging

Headword:
μυκηθμός
Headword (normalized):
μυκηθμός
Headword (normalized/stripped):
μυκηθμος
IDX:
21665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21686
Key:
mukhqmo/s

Data

{'content': 'μυκηθμός\n μῡκηθμός, οῦ, ὁ,\n a lowing, bellowing, of oxen, Hom.', 'key': 'mukhqmo/s'}