Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυθολόγημα
μυθολογητέος
μυθολογία
μυθολογικός
μυθολόγος
μυθόομαι
μυθοποιός
μῦθος
μυθώδης
μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
μυκήτινος
View word page
μυιοσόβη
μυιοσόβη μυιο-σόβη, ἡ, σοβέω a fly-flap, of a long beard, Anth.

ShortDef

a fly-flap

Debugging

Headword:
μυιοσόβη
Headword (normalized):
μυιοσόβη
Headword (normalized/stripped):
μυιοσοβη
IDX:
21662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21683
Key:
muioso/bh

Data

{'content': 'μυιοσόβη\n μυιο-σόβη, ἡ,\n σοβέω\n a fly-flap, of a long beard, Anth.', 'key': 'muioso/bh'}