Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυθολογέω
μυθολόγημα
μυθολογητέος
μυθολογία
μυθολογικός
μυθολόγος
μυθόομαι
μυθοποιός
μῦθος
μυθώδης
μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
μυκάομαι
μυκηθμός
μύκημα
Μυκηναῖος
Μυκήνηθεν
Μυκήνη
μύκης
μυκητής
View word page
μυῖα
μυῖα .μυῖα, ἡ, a fly, Lat. musca, Il.:—proverb., μυίης θάρσος, of excessive boldness, Il.

ShortDef

a fly

Debugging

Headword:
μυῖα
Headword (normalized):
μυῖα
Headword (normalized/stripped):
μυια
IDX:
21661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21682
Key:
mui=a

Data

{'content': 'μυῖα\n .μυῖα, ἡ,\n a fly, Lat. musca, Il.:—proverb., μυίης θάρσος, of excessive boldness, Il.', 'key': 'mui=a'}