Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυθίαμβοι
μυθίδιον
μυθίζω
μυθικός
μυθογραφέω
μυθογραφία
μυθογράφος
μυθολογεύω
μυθολογέω
μυθολόγημα
μυθολογητέος
μυθολογία
μυθολογικός
μυθολόγος
μυθόομαι
μυθοποιός
μῦθος
μυθώδης
μυῖα
μυιοσόβη
μυιοσόβος
View word page
μυθολογητέος
μυθολογητέος μῡθολογητέος, ον verb. adj. of μυθολογέω I, Plat.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μυθολογητέος
Headword (normalized):
μυθολογητέος
Headword (normalized/stripped):
μυθολογητεος
IDX:
21653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21674
Key:
muqologhte/os

Data

{'content': 'μυθολογητέος\n μῡθολογητέος, ον\n verb. adj. of μυθολογέω I, Plat.', 'key': 'muqologhte/os'}