Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυελόεις
μυελός
μυέω
μύζω
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθιάζομαι
μυθίαμβοι
μυθίδιον
μυθίζω
μυθικός
μυθογραφέω
μυθογραφία
μυθογράφος
μυθολογεύω
μυθολογέω
μυθολόγημα
μυθολογητέος
μυθολογία
μυθολογικός
View word page
μυθίζω
μυθίζω μῡθίζω, later form for μυθέομαι.

ShortDef

to say, to speak

Debugging

Headword:
μυθίζω
Headword (normalized):
μυθίζω
Headword (normalized/stripped):
μυθιζω
IDX:
21645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21666
Key:
muqi/zw

Data

{'content': 'μυθίζω\n μῡθίζω,\n later form for μυθέομαι.', 'key': 'muqi/zw'}