Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μυγμός
μυδαλέος
μυδαλόεις
μυδάω
μύδος
μυδροκτυπέω
μυδροκτύπος
μύδρος
μυέλινος
μυελόεις
μυελός
μυέω
μύζω
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθιάζομαι
μυθίαμβοι
μυθίδιον
μυθίζω
μυθικός
View word page
μυελός
μυελός .μυελός, οῦ, ὁ, marrow, Lat. medulla, Il., Hom., etc.:— the brain, Soph.: metaph. of strengthening food, οἶνον καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Od.; πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς the marrow or inmost part, Eur.; Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theocr.

ShortDef

marrow

Debugging

Headword:
μυελός
Headword (normalized):
μυελός
Headword (normalized/stripped):
μυελος
IDX:
21636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21657
Key:
muelo/s

Data

{'content': 'μυελός\n .μυελός, οῦ, ὁ,\n marrow, Lat. medulla, Il., Hom., etc.:— the brain, Soph.: metaph. of strengthening food, οἶνον καὶ ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν Od.; πρὸς ἄκρον μ. ψυχῆς the marrow or inmost part, Eur.; Τρινακρίας μ., of Syracuse, Theocr.', 'key': 'muelo/s'}