Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μʼ
μυάγρα
μυγαλῆ
μυγμός
μυδαλέος
μυδαλόεις
μυδάω
μύδος
μυδροκτυπέω
μυδροκτύπος
μύδρος
μυέλινος
μυελόεις
μυελός
μυέω
μύζω
μυθέομαι
μύθευμα
μυθεύω
μυθιάζομαι
μυθίαμβοι
View word page
μύδρος
μύδρος .μύδρος, ὁ, a mass of red-hot metal, Hdt.; μύδρους αἴρειν χεροῖν to hold red-hot iron in the hands, as an ordeal, Soph.
ShortDef
a mass of red-hot metal
Debugging
Headword:
μύδρος
Headword (normalized):
μύδρος
Headword (normalized/stripped):
μυδρος
IDX:
21633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21654
Key:
mu/dros
Data
{'content': 'μύδρος\n .μύδρος, ὁ,\n a mass of red-hot metal, Hdt.; μύδρους αἴρειν χεροῖν to hold red-hot iron in the hands, as an ordeal, Soph.', 'key': 'mu/dros'}