Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλίον
μοχλός
μʼ
μυάγρα
μυγαλῆ
μυγμός
μυδαλέος
μυδαλόεις
μυδάω
μύδος
View word page
μοχλέω
μοχλέω μοχλέω, Ionic for μοχλεύω στήλας ἐμόχλεον they strove to heave them up with levers, Il.

ShortDef

they strove to heave

Debugging

Headword:
μοχλέω
Headword (normalized):
μοχλέω
Headword (normalized/stripped):
μοχλεω
IDX:
21620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21641
Key:
moxle/w

Data

{'content': 'μοχλέω\n μοχλέω,\n Ionic for μοχλεύω\n στήλας ἐμόχλεον they strove to heave them up with levers, Il.', 'key': 'moxle/w'}