Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλίον
μοχλός
μʼ
μυάγρα
μυγαλῆ
μυγμός
μυδαλέος
μυδαλόεις
μυδάω
View word page
μοχλεύω
μοχλεύω μοχλός to prise up, heave up by a lever, Hdt., Eur.

ShortDef

to prise up, heave up

Debugging

Headword:
μοχλεύω
Headword (normalized):
μοχλεύω
Headword (normalized/stripped):
μοχλευω
IDX:
21619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21640
Key:
moxleu/w

Data

{'content': 'μοχλεύω\n μοχλός\n to prise up, heave up by a lever, Hdt., Eur.', 'key': 'moxleu/w'}