Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλίον
μοχλός
μʼ
μυάγρα
μυγαλῆ
μυγμός
View word page
μοχθίζω
μοχθίζω μοχθίζω, = μοχθέω to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.

ShortDef

to suffer

Debugging

Headword:
μοχθίζω
Headword (normalized):
μοχθίζω
Headword (normalized/stripped):
μοχθιζω
IDX:
21616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21637
Key:
moxqi/zw

Data

{'content': 'μοχθίζω\n μοχθίζω,\n = μοχθέω\n to suffer, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου suffering by its sting, Il.; μ. δαίμονι φαύλῳ Theogn.', 'key': 'moxqi/zw'}