Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλίον
μοχλός
μʼ
μυάγρα
μυγαλῆ
View word page
μοχθητέος
μοχθητέος μοχθητέος, ον verb. adj. of μοχθέω one must labour, Eur.
ShortDef
one must labour
Debugging
Headword:
μοχθητέος
Headword (normalized):
μοχθητέος
Headword (normalized/stripped):
μοχθητεος
IDX:
21615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21636
Key:
moxqhte/os
Data
{'content': 'μοχθητέος\n μοχθητέος, ον\n verb. adj. of μοχθέω\n one must labour, Eur.', 'key': 'moxqhte/os'}