Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουσομήτωρ
μουσόω
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
μοχλεύω
μοχλέω
μοχλίον
View word page
μοχθέω
μοχθέω μοχθέω, fut. -ήσω μόχθος to be weary with toil, to be sore distressed, Il., Soph.:— to work hard, labour, Eur., etc.; c. acc. cogn., μ. μόχθους, πόνους to undergo hardships, or to execute painful tasks, Eur.; μ. μαθήματα to toil at learning, Eur. c. acc. objecti, τέκνα ἁμόχθησα the children whom I toiled for, Eur.; μ. τινά θεραπεύμασιν θεραπεύειν, Eur.; cf. μόχθος.

ShortDef

to be weary with toil, to be sore distressed

Debugging

Headword:
μοχθέω
Headword (normalized):
μοχθέω
Headword (normalized/stripped):
μοχθεω
IDX:
21611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21632
Key:
moxqe/w

Data

{'content': 'μοχθέω\n μοχθέω,\n fut. -ήσω\n μόχθος\n to be weary with toil, to be sore distressed, Il., Soph.:— to work hard, labour, Eur., etc.; c. acc. cogn., μ. μόχθους, πόνους to undergo hardships, or to execute painful tasks, Eur.; μ. μαθήματα to toil at learning, Eur.\n c. acc. objecti, τέκνα ἁμόχθησα the children whom I toiled for, Eur.; μ. τινά θεραπεύμασιν θεραπεύειν, Eur.; cf. μόχθος.', 'key': 'moxqe/w'}