Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναγράφω
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγωγή
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀνάγω
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀνάδελφος
ἀναδέρκομαι
ἀναδέρω
ἀνάδεσις
ἀναδέσμη
ἀνάδετος
ἀναδεύω
View word page
ἀναδατέομαι
ἀναδατέομαι to divide anew, redistribute, Thuc.:—Pass. ἀναδαίομαι, to be distributed, Orac. ap. Hdt.
ShortDef
to divide anew, redistribute
Debugging
Headword:
ἀναδατέομαι
Headword (normalized):
ἀναδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
αναδατεομαι
IDX:
2162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2163
Key:
a)nadate/omai
Data
{'content': 'ἀναδατέομαι\n to divide anew, redistribute, Thuc.:—Pass. ἀναδαίομαι, to be distributed, Orac. ap. Hdt.', 'key': 'a)nadate/omai'}