Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομήτωρ
μουσόω
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
μοχλευτής
View word page
μουσουργός
μουσουργός μουσ-ουργός, όν *ἔργω cultivating music: as Subst. a singing girl, Xen.

ShortDef

cultivating music

Debugging

Headword:
μουσουργός
Headword (normalized):
μουσουργός
Headword (normalized/stripped):
μουσουργος
IDX:
21608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21629
Key:
mousourgo/s

Data

{'content': 'μουσουργός\n μουσ-ουργός, όν\n *ἔργω\n cultivating music: as Subst. a singing girl, Xen.', 'key': 'mousourgo/s'}