Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μουσόδομος
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομήτωρ
μουσόω
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
μοχθητέος
μοχθίζω
μόχθος
View word page
μουσουργία
μουσουργία μουσουργία, ἡ, a singing, making poetry, Luc. from μουσουργός
ShortDef
a singing, making poetry
Debugging
Headword:
μουσουργία
Headword (normalized):
μουσουργία
Headword (normalized/stripped):
μουσουργια
IDX:
21607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21628
Key:
mousourgi/a
Data
{'content': 'μουσουργία\n μουσουργία, ἡ,\n a singing, making poetry, Luc.\n from μουσουργός', 'key': 'mousourgi/a'}