Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μουσίζω
μουσική
μουσικός
μουσόδομος
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομήτωρ
μουσόω
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
μουσουργία
μουσουργός
μουσοφιλής
μουσοχαρής
μοχθέω
μόχθημα
μοχθηρία
μοχθηρός
View word page
μουσοποιός
μουσοποιός μουσο-ποιός, όν ποιέω making poetry, a poet, poetess, Hdt. singing or playing, Eur.
ShortDef
making poetry, a poet, poetess
Debugging
Headword:
μουσοποιός
Headword (normalized):
μουσοποιός
Headword (normalized/stripped):
μουσοποιος
IDX:
21604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21625
Key:
mousopoio/s
Data
{'content': 'μουσοποιός\n μουσο-ποιός, όν\n ποιέω\n making poetry, a poet, poetess, Hdt.\n singing or playing, Eur.', 'key': 'mousopoio/s'}