Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
Μουσαγέτης
Μοῦσα
Μουσεῖον
Μούσειος
μουσίζω
μουσική
μουσικός
μουσόδομος
μουσόληπτος
μουσομανέω
μουσομανής
μουσομήτωρ
μουσόω
μουσοποιέω
μουσοποιός
μουσοπόλος
μουσοπρόσωπος
View word page
μουσικός
μουσικός μουσῐκός, ή, όν of or for music, musical, Ar., Thuc., etc.; τὰ μουσικά music, Xen.; v. μουσική. of persons, skilled in music, musical, Xen., Plat. generally, a votary of the Muses, a man of letters and accomplishment, a scholar, Ar., Plat.:—c. inf., μουσικώτεροι λέγειν more accomplished in speaking, Eur. adv. -κῶς, harmoniously, suitably, Plat.: Sup. μουσικώτατα Ar.

ShortDef

musical, skilled in music, elegant

Debugging

Headword:
μουσικός
Headword (normalized):
μουσικός
Headword (normalized/stripped):
μουσικος
IDX:
21596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21617
Key:
mousiko/s

Data

{'content': 'μουσικός\n μουσῐκός, ή, όν\n of or for music, musical, Ar., Thuc., etc.; τὰ μουσικά music, Xen.; v. μουσική. \n of persons, skilled in music, musical, Xen., Plat.\n generally, a votary of the Muses, a man of letters and accomplishment, a scholar, Ar., Plat.:—c. inf., μουσικώτεροι λέγειν more accomplished in speaking, Eur.\n adv. -κῶς, harmoniously, suitably, Plat.: Sup. μουσικώτατα Ar.', 'key': 'mousiko/s'}