Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
Μουσαγέτης
Μοῦσα
Μουσεῖον
Μούσειος
μουσίζω
μουσική
View word page
μοτός
μοτός .μοτός, οῦ, ὁ, shredded linen, lint, cf. ἔμμοτος.

ShortDef

shredded linen, lint

Debugging

Headword:
μοτός
Headword (normalized):
μοτός
Headword (normalized/stripped):
μοτος
IDX:
21585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21606
Key:
moto/s

Data

{'content': 'μοτός\n .μοτός, οῦ, ὁ,\n shredded linen, lint, cf. ἔμμοτος.', 'key': 'moto/s'}