Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
Μουσαγέτης
Μοῦσα
Μουσεῖον
Μούσειος
View word page
μόσχος
μόσχος a young shoot or twig, Il.: cf. ὄσχος, ὄζος.
ShortDef
a young shoot
a calf
musk
Debugging
Headword:
μόσχος
Headword (normalized):
μόσχος
Headword (normalized/stripped):
μοσχος
IDX:
21583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21604
Key:
mo/sxos1
Data
{'content': 'μόσχος\n a young shoot or twig, Il.: cf. ὄσχος, ὄζος.', 'key': 'mo/sxos1'}