Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
Μουσαγέτης
Μοῦσα
Μουσεῖον
View word page
μοσχοποιέω
μοσχοποιέω μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω to make a calf. NTest.
ShortDef
to make a calf
Debugging
Headword:
μοσχοποιέω
Headword (normalized):
μοσχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μοσχοποιεω
IDX:
21582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21603
Key:
mosxopoie/w
Data
{'content': 'μοσχοποιέω\n μοσχο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make a calf. NTest.', 'key': 'mosxopoie/w'}