Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
Μουνυχιών
Μουσαγέτης
View word page
μοσχίον
μοσχίον μοσχίον, ου, τό, Dim. of μόσχοs2 a young calf, Theocr.

ShortDef

a young calf

Debugging

Headword:
μοσχίον
Headword (normalized):
μοσχίον
Headword (normalized/stripped):
μοσχιον
IDX:
21580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21601
Key:
mosxi/on

Data

{'content': 'μοσχίον\n μοσχίον, ου, τό,\n Dim. of μόσχοs2\n a young calf, Theocr.', 'key': 'mosxi/on'}