Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
Μουνυχίασι
View word page
μοσχεύω
μοσχεύω μοσχεύω, fut. -σω μόσχοs1 to plant a sucker: metaph. to plant or propagate men, Dem.
ShortDef
to plant a sucker
Debugging
Headword:
μοσχεύω
Headword (normalized):
μοσχεύω
Headword (normalized/stripped):
μοσχευω
IDX:
21578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21599
Key:
mosxeu/w
Data
{'content': 'μοσχεύω\n μοσχεύω,\n fut. -σω\n μόσχοs1\n to plant a sucker: metaph. to plant or propagate men, Dem.', 'key': 'mosxeu/w'}