Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μοτός
μουνάξ
Μουνυχία
View word page
μόσχειος
μόσχειος μόσχειος, ον μόσχοs2 of a calf, κρέα μόσχεια veal, Xen.; μόσχεια alone, anth.; μ. αἷμα Xen.; μ. κυνοῦχος a calf-skin leash, Xen.; μόσχειον (sc. δέρμα) , a calf skin, Xen.

ShortDef

of a calf

Debugging

Headword:
μόσχειος
Headword (normalized):
μόσχειος
Headword (normalized/stripped):
μοσχειος
IDX:
21577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21598
Key:
mo/sxeios

Data

{'content': 'μόσχειος\n μόσχειος, ον\n μόσχοs2\n of a calf, κρέα μόσχεια veal, Xen.; μόσχεια alone, anth.; μ. αἷμα Xen.; μ. κυνοῦχος a calf-skin leash, Xen.; μόσχειον (sc. δέρμα) , a calf skin, Xen.', 'key': 'mo/sxeios'}