μόσχειος
μόσχειος
μόσχειος, ον
μόσχοs2
of a calf, κρέα μόσχεια veal, Xen.; μόσχεια alone, anth.; μ. αἷμα Xen.; μ. κυνοῦχος a calf-skin leash, Xen.; μόσχειον (sc. δέρμα) , a calf skin, Xen.
{ "content": "μόσχειος\n μόσχειος, ον\n μόσχοs2\n of a calf, κρέα μόσχεια veal, Xen.; μόσχεια alone, anth.; μ. αἷμα Xen.; μ. κυνοῦχος a calf-skin leash, Xen.; μόσχειον (sc. δέρμα) , a calf skin, Xen.", "key": "mo/sxeios" }