Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
View word page
μορφώτρια
μορφώτρια μορφώτρια, ἡ, μορφόω συῶν μ. changing men into swine, Eur.
ShortDef
changing men into
Debugging
Headword:
μορφώτρια
Headword (normalized):
μορφώτρια
Headword (normalized/stripped):
μορφωτρια
IDX:
21574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21595
Key:
morfw/tria
Data
{'content': 'μορφώτρια\n μορφώτρια, ἡ,\n μορφόω\n συῶν μ. changing men into swine, Eur.', 'key': 'morfw/tria'}