Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μόρσιμος
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
μοσχοποιέω
μόσχος
View word page
μόρφωσις
μόρφωσις μόρφωσις, ιος, ἡ, form, semblance, NTest.

ShortDef

form, semblance

Debugging

Headword:
μόρφωσις
Headword (normalized):
μόρφωσις
Headword (normalized/stripped):
μορφωσις
IDX:
21573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21594
Key:
mo/rfwsis

Data

{'content': 'μόρφωσις\n μόρφωσις, ιος, ἡ,\n form, semblance, NTest.', 'key': 'mo/rfwsis'}