Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
μόσχιος
View word page
μορφόω
μορφόω μορφόω, fut. -ώσω μορφη to give form or shape to, Anth.

ShortDef

to give form

Debugging

Headword:
μορφόω
Headword (normalized):
μορφόω
Headword (normalized/stripped):
μορφοω
IDX:
21571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21592
Key:
morfo/w

Data

{'content': 'μορφόω\n μορφόω,\n fut. -ώσω\n μορφη\n to give form or shape to, Anth.', 'key': 'morfo/w'}