Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Μορμώ
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
μοσχίδιον
μοσχίον
View word page
μόρφνος
μόρφνος μόρφνος, ὁ, from ὄρφνη with μ prefixed epith. of an eagle, prob. dusky, dark, Lat. furvus, Il., Hes.

ShortDef

dusky, dark

Debugging

Headword:
μόρφνος
Headword (normalized):
μόρφνος
Headword (normalized/stripped):
μορφνος
IDX:
21570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21591
Key:
mo/rfnos

Data

{'content': 'μόρφνος\n μόρφνος, ὁ,\n from ὄρφνη with μ prefixed \n epith. of an eagle, prob. dusky, dark, Lat. furvus, Il., Hes.', 'key': 'mo/rfnos'}