Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μορμορωπός
μορμύρω
Μορμώ
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφώτρια
Μοσσύνοικοι
μόσσυν
μόσχειος
μοσχεύω
View word page
μορφήεις
μορφήεις from μορφη μορφήεις, εσσα, εν formed, λίθου of stone, Anth.: esp. well-formed, shapely, Lat. formosus, Pind.
ShortDef
formed
Debugging
Headword:
μορφήεις
Headword (normalized):
μορφήεις
Headword (normalized/stripped):
μορφηεις
IDX:
21568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21589
Key:
morfh/eis
Data
{'content': 'μορφήεις\n from μορφη\n μορφήεις, εσσα, εν\n formed, λίθου of stone, Anth.: esp. well-formed, shapely, Lat. formosus, Pind.', 'key': 'morfh/eis'}