Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμύρω
Μορμώ
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
μορύσσω
μορφάζω
μορφάω
Μορφεύς
μορφήεις
μορφή
μόρφνος
μορφόω
View word page
μορόεις
μορόεις μορόεις, εσσα, εν !μερ, Root of μέριμνα of earrings, wrought with much pains, skilfully wrought, Hom.

ShortDef

wrought with much pains, skilfully wrought

Debugging

Headword:
μορόεις
Headword (normalized):
μορόεις
Headword (normalized/stripped):
μοροεις
IDX:
21561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21582
Key:
moro/eis

Data

{'content': 'μορόεις\n μορόεις, εσσα, εν\n !μερ, Root of μέριμνα\n of earrings, wrought with much pains, skilfully wrought, Hom.', 'key': 'moro/eis'}