Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμύρω
Μορμώ
μορόεις
μόρος
μόρσιμος
View word page
μόριμος
μόριμος μόρῐμος, ον poetic for μόρσιμος, Il., Aesch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μόριμος
Headword (normalized):
μόριμος
Headword (normalized/stripped):
μοριμος
IDX:
21553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21574
Key:
mo/rimos
Data
{'content': 'μόριμος\n μόρῐμος, ον\n poetic for μόρσιμος, Il., Aesch.', 'key': 'mo/rimos'}