Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
μόριος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορωπός
μορμύρω
View word page
μονώψ
μονώψ μον-ώψ, Ionic μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, one-eyed, Aesch., Eur.
ShortDef
one-eyed
Debugging
Headword:
μονώψ
Headword (normalized):
μονώψ
Headword (normalized/stripped):
μονωψ
IDX:
21549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21570
Key:
monw/y
Data
{'content': 'μονώψ\n μον-ώψ, Ionic μουνώψ, ῶπος, ὁ, ἡ,\n one-eyed, Aesch., Eur.', 'key': 'monw/y'}