Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀναγόρευσις
ἀναγορεύω
ἀναγραπτέος
ἀνάγραπτος
ἀναγραφεύς
ἀναγραφή
ἀναγράφω
ἀναγρύζω
ἀναγυμνόω
ἀναγωγή
ἀνάγωγος
ἀναγώνιστος
ἀνάγω
ἀναδαίω
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀνάδελφος
View word page
ἀνάγωγος
ἀνάγωγος ἀγωγή ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.

ShortDef

ill-trained, ill-bred

Debugging

Headword:
ἀνάγωγος
Headword (normalized):
ἀνάγωγος
Headword (normalized/stripped):
αναγωγος
IDX:
2156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2157
Key:
a)na/gwgos

Data

{'content': 'ἀνάγωγος\n ἀγωγή\n ill-trained, of horses, ill-broken, unmanageable, Xen., etc.', 'key': 'a)na/gwgos'}