Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
μόριος
μορμολυκεῖον
View word page
μόνωσις
μόνωσις μόνωσις, ιος, ἡ, μονόω separation from, τινος, Plut.

ShortDef

separation from

Debugging

Headword:
μόνωσις
Headword (normalized):
μόνωσις
Headword (normalized/stripped):
μονωσις
IDX:
21546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21567
Key:
mo/nwsis

Data

{'content': 'μόνωσις\n μόνωσις, ιος, ἡ,\n μονόω\n separation from, τινος, Plut.', 'key': 'mo/nwsis'}