Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
μόριος
View word page
μονῳδός
μονῳδός μον-ῳδός, όν singing alone, not in chorus.
ShortDef
singing alone, not in chorus
Debugging
Headword:
μονῳδός
Headword (normalized):
μονῳδός
Headword (normalized/stripped):
μονωδος
IDX:
21545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21566
Key:
monw|do/s
Data
{'content': 'μονῳδός\n μον-ῳδός, όν\n singing alone, not in chorus.', 'key': 'monw|do/s'}