Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
μόριμος
μόριον
View word page
μονῳδία
μονῳδία μονῳδία, ἡ, a monody or solo, opp. to the song of the chorus, Ar. from μονῳδός
ShortDef
a monody
Debugging
Headword:
μονῳδία
Headword (normalized):
μονῳδία
Headword (normalized/stripped):
μονωδια
IDX:
21544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21565
Key:
monw|di/a
Data
{'content': 'μονῳδία\n μονῳδία, ἡ,\n a monody or solo, opp. to the song of the chorus, Ar.\n from μονῳδός', 'key': 'monw|di/a'}