Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
μορία
View word page
μονόω
μονόω μόνος to make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε isolated our house, i. e. allowed but one son in each generation, Od. Pass. to be left alone or forsaken, Hom.; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt.; μουνωθέντα taken apart, without witnesses, Hdt. c. gen., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.; μονωθεὶς δάμαρτος Eur.; μονωθεῖσα ἀπὸ πατρός Eur.

ShortDef

to make single

Debugging

Headword:
μονόω
Headword (normalized):
μονόω
Headword (normalized/stripped):
μονοω
IDX:
21542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21563
Key:
mono/w

Data

{'content': 'μονόω\n μόνος\n to make single or solitary, ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε isolated our house, i. e. allowed but one son in each generation, Od.\n Pass. to be left alone or forsaken, Hom.; ἐμουνοῦντο they were left each man by himself, Hdt.; μουνωθέντα taken apart, without witnesses, Hdt.\n c. gen., μεμουνωμένοι συμμάχων deserted by allies, Hdt.; μονωθεὶς δάμαρτος Eur.; μονωθεῖσα ἀπὸ πατρός Eur.', 'key': 'mono/w'}