Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
μόρα
μορέω
View word page
μονόψηφος
μονόψηφος μονό-ψηφος, Doric μονό-ψᾱφος, ον voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pind.

ShortDef

voting alone

Debugging

Headword:
μονόψηφος
Headword (normalized):
μονόψηφος
Headword (normalized/stripped):
μονοψηφος
IDX:
21541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21562
Key:
mono/yhfos

Data

{'content': 'μονόψηφος\n μονό-ψηφος, Doric μονό-ψᾱφος, ον\n voting alone, μονόψαφον κατασχοῖσα ξίφος keeping her sword solitary of purpose, of Hypermnestra, Pind.', 'key': 'mono/yhfos'}