Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
μονώτης
μονώψ
View word page
μονόχηλος
μονόχηλος μονό-χηλος, Doric μονό-χᾱλος, ον χηλή solid-hoofed, Eur.
ShortDef
solid-hoofed
Debugging
Headword:
μονόχηλος
Headword (normalized):
μονόχηλος
Headword (normalized/stripped):
μονοχηλος
IDX:
21539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21560
Key:
mono/xhlos
Data
{'content': 'μονόχηλος\n μονό-χηλος, Doric μονό-χᾱλος, ον\n χηλή\n solid-hoofed, Eur.', 'key': 'mono/xhlos'}