Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μονοστόρθυγξ
μονοσύλλαβος
μονότεκνος
μονοτράπεζος
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονοφάγος
μονόφθαλμος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόχηλος
μονοχίτων
μονόψηφος
μονόω
μονῳδέω
μονῳδία
μονῳδός
μόνωσις
μόνως
View word page
μονόφρων
μονόφρων μονό-φρων, ον, φρήν single in oneʼs opinion, Aesch.

ShortDef

single in one's opinion

Debugging

Headword:
μονόφρων
Headword (normalized):
μονόφρων
Headword (normalized/stripped):
μονοφρων
IDX:
21537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21558
Key:
mono/frwn

Data

{'content': 'μονόφρων\n μονό-φρων, ον,\n φρήν\n single in oneʼs opinion, Aesch.', 'key': 'mono/frwn'}